- τελευτήσαντα
- τελευτάωbring to passaor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic)τελευτάωbring to passaor part act masc acc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελευτήσανθ' — τελευτήσαντα , τελευτάω bring to pass aor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic) τελευτήσαντα , τελευτάω bring to pass aor part act masc acc sg (attic ionic) τελευτήσαντι , τελευτάω bring to pass aor part act masc/neut dat sg (attic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευτήσαντ' — τελευτήσαντα , τελευτάω bring to pass aor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic) τελευτήσαντα , τελευτάω bring to pass aor part act masc acc sg (attic ionic) τελευτήσαντι , τελευτάω bring to pass aor part act masc/neut dat sg (attic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολβίζω — ὀλβίζω (Α) [όλβος] 1. καθιστώ κάποιον όλβιο*, μακάριο, ευτυχισμένο («ἕv ἦμαρ μ ὤλβισ , ἕν δ ἀπώλεσεν», Ευρ.) 2. θεωρώ κάποιον ευδαίμονα, μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον («ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα ἐν εὐεστοῑ φίλη», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κατασιτούμαι — κατασιτοῡμαι, έομαι (Α) κατατρώγω κάτι («τὸν δὲ νούσῳ τελευτήσαντα οὐ κατασιτέονται, ἀλλὰ γῆ κρύπτουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιτοῦμαι «τρώγω» (< σῖτος)] … Dictionary of Greek